προσάββατος

προσάββατος
-ον, Α
1. (για ημέρα) αυτός που προηγείται τού Σαββάτου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσάββατον
η ημέρα που προηγείται τού Σαββάτου, δηλ. η Παρασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + Σάββατον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”